μπακανιάζω

μπακανιάζω
1. διογκώνεται η κοιλιά μου από υπερτοφία, κάνω κοιλιά
2. πάσχω από σπληνίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάκα, κατά τα ρήματα σε -νιάζω (πρβλ. λαχανιάζω, μουτσουνιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπακανιάρης — ο, θηλ. ιάρα και ισσα, ουδ. ικο 1. αυτός που έχει διογκωμένη κοιλιά, ο κοιλαράς 2. αυτός που πάσχει από σπληνίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάκα + κατάλ. άρης, κατ επίδραση τού μπακανιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”